αζαχάρωτος

αζαχάρωτος
-η, -ο [ζαχαρώνω]
1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος
2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη
3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη
4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει γλυκούς τρόπους, που δεν συμπεριφέρεται τρυφερά
β) που δεν απολαμβάνει γυναικεία χάδια, αχάιδευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αζαχάριαστος — αζαχάριαστος, η, ο και αζαχάρωτος, η, ο αυτός που δε ζαχαριάζει, που το ζάχαρό του δεν παθαίνει κρυστάλλωση: Καταφέρνει τα γλυκά της να μένουν αζαχάριαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”